- ῥύπασμα
- ῥύπ-ασμα [ῠ], ατος, τό,A dirt, filth, pollution, Apollon.Lex. s.v. λύματα: but [full] ῥῠπασμός, ὁ, is f.l. in Eust.1849.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥύπασμα — dirt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύπασμα — το / ῥύπασμα, ΝΜΑ [ῥυπαίνω] νεοελλ. ιατρ. ρυπία μσν. αρχ. ρύπος, ακαθαρσία … Dictionary of Greek
ῥυπασμάτων — ῥύπασμα dirt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπάσματα — ῥύπασμα dirt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπάσματι — ῥύπασμα dirt neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπάσματος — ῥύπασμα dirt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπάσμιον — τὸ, ΜΑ [ῥύπασμα] υποκορ. τού ρύπασμα … Dictionary of Greek